Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχυρογνωμοσύνη η [isxiroγnomosíni] Ο30 : η αδικαιολόγητη και παράλογη επιμονή κάποιου σε μια γνώμη του· (πρβ. πείσμα): H ~ τους με ξάφνιασε, γιατί τους ήξερα για διαλλακτικούς και συγκαταβατικούς συζητητές.
[λόγ. < ελνστ. ἰσχυρογνωμοσύνη]