Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχυρισμός ο [isxirizmós] Ο17 : ό,τι ισχυρίζεται κάποιος: Aντιφατικός / απαράδεκτος / αφελής / ανόητος / αβάσιμος / ψευδής ~.
[λόγ. ισχυρισ- (ισχυρίζομαι) -μός]