Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχαιμικός -ή -ό [isxemikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ισχαιμία: Iσχαιμικό επεισόδιο.
[λόγ. < γαλλ. ischémique < ischém(ie) = ισχαιμ(ία) -ique = -ικός]