Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστιοδρομία η [istioδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας με ιστιοφόρο σκάφος· (πρβ. ιστιοπλοΐα).
[λόγ. < αρχ. ρ. ἱστιοδρομ(ῶ) `αρμενίζω με όλα τα πανιά΄ -ία]