Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισραηλιτικός, επίθ.
-
- Που κατάγεται από τον Ισραήλ:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 39332).
[μτγν. επίθ. ισραηλιτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που κατάγεται από τον Ισραήλ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]