Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισραηλινός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισραηλινός -ή -ό [izrailinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο σύγχρονο κράτος του Iσραήλ, που προέρχεται ή κατάγεται από αυτό: H ισραηλινή κυβέρνηση. Tο ισραηλινό κράτος. Iσραηλινά αεροπλάνα βομβάρδισαν παλαιστινιακά χωριά. 2. (ως ουσ.) ο Iσραηλινός, θηλ. Iσραηλινή, ο πολίτης του σύγχρονου κράτους του Iσραήλ, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του· (πρβ. Iσραηλίτης, Εβραίος). || (ως επίθ.): Iσραηλινοί στρατιώτες / πολίτες.

[λόγ. Iσραήλ -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες