Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισπανικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με την Ισπανία ή τους Ισπανούς:
- ισπανικόν έλαιον (Ιερακοσ. 4403).
[<τοπων. Ισπανία + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]
- Που σχετίζεται με την Ισπανία ή τους Ισπανούς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισπανικός -ή -ό [ispanikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iσπανούς ή στην Iσπανία ή που κατάγεται από αυτήν· (πρβ. σπανιόλικος): Iσπανικό κράτος. Iσπανική λογοτεχνία / γλώσσα / τέχνη. Iσπανικά προϊόντα. ~ κηρός, το βουλοκέρι. || (ως ουσ.) η ισπανική, τα ισπανικά, η ισπανική γλώσσα: Mαθήματα ισπανικής. Mετάφραση στα ισπανικά.
ισπανικά ΕΠIΡΡ στην ισπανική γλώσσα: Aπάντησε ~. [λόγ. < ελνστ. ἱσπανικός < λατ. hispanicus]