Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισούμαι [isúme] Ρ (στο γ' πρόσ.) ισούται, ισούνται, πρτ. ισούνταν : (λόγ.) είμαι ίσος: Tο άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με το άθροισμα δύο ορθών.

[λόγ. < αρχ. ἰσοῦμαι, παθ. του ρ. ἰσῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες