Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοτιμία η [isotimía] Ο25 : η σχέση μεταξύ ισοτίμων. α. ισότητα ως προς την ηθική αξία: ~ αξιωμάτων / τίτλων. β. ισότητα σε δικαιώματα, υποχρεώσεις κτλ.: Ο νόμος καθιερώνει την ~ ανδρών και γυναικών. γ. (ειδ. οικον.) η σχέση της ονομαστικής αξίας ενός νομίσματος προς το νόμισμα άλλης χώρας: H ~ της δραχμής προς το δολάριο.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοτιμία, αρχ. σημ.: `ισότητα προνομίων΄]