Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοσύλλαβος -η -ο [isosílavos] Ε5 : (γραμμ.) για ονόματα που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις. ANT ανισοσύλλαβος: Tα ισοσύλλαβα θηλυκά σχηματίζουν την ονομαστική πληθυντικού σε “-ες”. || (ως ουσ.) το ισοσύλλαβο: Στην ποιητική προπάντων γλώσσα, μερικά ισοσύλλαβα σχηματίζουν στον πληθυντικό τους και ανισοσύλλαβους τύπους (π.χ. όνειρα - ονείρατα).
ισοσύλλαβα ΕΠIΡΡ: Mερικά αρσενικά σε -της σχηματίζουν τον πληθυντικό και ~ και ανισοσύλλαβα. [λόγ. < ελνστ. ἰσοσύλλαβος]