Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισορροπώ [isoropó] Ρ10.9α μππ. ισορροπημένος* : (φυσ.) βρίσκομαι σε κατάσταση ισορροπίας: Ένα υλικό σημείο ισορροπεί κάτω από την επίδραση δύο αντίθετων δυνάμεων.
[λόγ. < αρχ. ἰσορροπῶ]