Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισορροπημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισορροπημένος -η -ο [isoropiménos] Ε3 μππ. του ισορροπώ : (για πρόσ. ή σκέψη) που έχει διανοητική ισορροπία· λογικός, μετρημένος. ANT ανισόρροπος: ~ άνθρωπος. Iσορροπημένα λόγια. Iσορροπημένες κουβέντες. ισορροπημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του ρ. ισορροπώ μτφρδ. γαλλ. équilibré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες