Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισορροπημένος -η -ο [isoropiménos] Ε3 μππ. του ισορροπώ : (για πρόσ. ή σκέψη) που έχει διανοητική ισορροπία· λογικός, μετρημένος. ANT ανισόρροπος: ~ άνθρωπος. Iσορροπημένα λόγια. Iσορροπημένες κουβέντες.
ισορροπημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ρ. ισορροπώ μτφρδ. γαλλ. équilibré]