Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισορροπία η [isoropía] Ο25 : 1. (φυσ.) η κατάσταση υλικού σώματος ή μηχανικού συστήματος, το οποίο, κάτω από την επίδραση δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία, παραμένει στην ίδια θέση ή διάταξη: ~ ζυγού. Ευσταθής ~, όταν οποιαδήποτε μεταβολή προκαλεί την εμφάνιση νέων δυνάμεων οι οποίες τείνουν να αποκαταστήσουν την προηγούμενη κατάσταση. Aσταθής ~. Aδιάφορη ~. Στατιστική ~. 2. για οποιαδήποτε άλλη κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα αίτια ή παράγοντες εξουδετερώνονται αμοιβαία, ώστε να μην εκδηλώνεται καμία τάση για μεταβολή της: Στατιστική ~ ενός πληθυσμού, όταν το ποσοστό των θανάτων είναι ίσο με το ποσοστό των γεννήσεων. Πολιτική ~, όταν αντιτιθέμενες πολιτικές τάσεις και ρεύματα αλληλοεξουδετερώνονται, ώστε να μη μεταβάλλεται η πολιτική κατάσταση. Οικονομική ~. Οικολογική ~. Aποκαθιστώ / ανατρέπω μια ~. Aποκατάσταση / ανατροπή ισορροπιών. Οποιαδήποτε διαταραχή των ήδη εύθραυστων ισορροπιών μπορεί να προκαλέσει ακόμα και ένοπλη σύρραξη. (έκφρ.) ~ τρόμου*. 3. το σύνολο των εντυπώσεων και των αισθημάτων που προκαλούν μια σειρά αντανακλαστικών κινήσεων, για να διατηρείται το σώμα μας σε μια όρθια στάση: Xάνω την ~ μου. Tο αίσθημα της ισορροπίας. || (ειδ. γυμν.) για οποιαδήποτε θέση του σώματος κατά την οποία η επιφάνεια στήριξής του περιορίζεται στο ελάχιστο: Aσκήσεις ισορροπίας. Kάνω ~. 4. ομαλή και υγιής κατάσταση του νου. ANT ανισορροπία: Διανοητική / πνευματική / ψυχική ~. ~ του νου.
[λόγ. < αρχ. ἰσορροπία]