Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοζύγιο το [isozíjio] Ο40 : (οικον.) λογιστικός πίνακας στον οποίο αναγράφονται, προκειμένου να ελεγχθούν, όλοι ανεξαιρέτως οι λογαριασμοί μιας οικονομικής μονάδας, και ο οποίος δείχνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο αντίθετα μεγέθη (π.χ. έσοδα - έξοδα): Ενεργητικό / παθητικό ή ελλειματικό ~. Tο εμπορικό ~ ενός κράτους, η σχέση του συνόλου των εισαγωγών και των εξαγωγών. ~ (εξωτερικών) πληρωμών, η σχέση των συνολικών πληρωμών και εισπράξεων μιας χώρας με όλες τις άλλες, στη διάρκεια ενός έτους.
[λόγ. ισο- + ζυγ(ός) -ιον (πρβ. ελνστ. ἰσοζυγής) μτφρδ. γαλλ. équilibre, bilan, balance]