Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοζυγιάζω [isozijázo] -ομαι Ρ2.1 : ισοζυγίζω.
[μσν. ισοζυγιάζω < ίσ(α) -ο- + ζυγιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισοζυγιάζω· ’σοζυγάζω.
-
- Ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω:
- είχεν … έναν σεντούκιν γεμάτον πέτρες και εσοζύγαζεν (Μαχ. 46029).
[<μτγν. επίθ. ισόζυγος (L‑S· πβ. νεότ. κυπρ. σόζυον, Σακ. 791, Χατζ., Λεξ.) + κατάλ. ‑ιάζω. Τ. ’σοζυάζω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω: