Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοδύναμος -η -ο [isoδínamos] Ε5 : που, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, έχει ίση δύναμη, ισχύ, αξία, κτλ. με άλλον: Iσοδύναμοι αντίπαλοι / παίχτες, ισάξιοι. Iσοδύναμα ποσά. Οι εκλογές ανέδειξαν τα δύο μεγάλα κόμματα σχεδόν ισοδύναμα. || που έχει την ίδια έννοια με άλλον· (πρβ. συνώνυμος, ταυτόσημος): Οι λέξεις που εκφράζουν συγκινήσεις δεν έχουν σε όλες τις γλώσσες το ίδιο ακριβώς νόημα, όσο και αν στα λεξικά παρουσιάζονται ως ισοδύναμες.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοδύναμος]