Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοδυναμώ [isoδinamó] Ρ10.9α : έχω, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, την ίδια αξία, σπουδαιότητα, σημασία, έννοια κτλ. με άλλον, είμαι ισοδύναμος: Tέτοια νίκη ισοδυναμεί με ήττα. H πρόσκλησή του ισοδυναμούσε με πρόταση για συμφιλίωση.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοδυναμῶ]