Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοβαρής -ής -ές [isovarís] Ε10 : α. που έχει το ίδιο βάρος με κπ. άλλον· ισόβαρος. β. (ειδ. χημ.) ισοβαρή στοιχεία, που έχουν το ίδιο ατομικό βάρος, αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό (στο περιοδικό σύστημα κατάταξης). || (φυσ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες διαγράμματος οι οποίες ενώνουν σημεία με ίση πίεση. || (μετεωρ.) ισοβαρείς καμπύλες, καμπύλες μετεωρολογικού χάρτη οι οποίες ενώνουν τόπους με την ίδια βαρομετρική πίεση.
[λόγ.: α: αρχ. ἰσοβαρής· β: διεθ. isobar (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσοβαρής]