Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοβάθμιος -α -ο [isováθmios] Ε6 : που έχει ίσο βαθμό· που βρίσκεται στην ίδια βαθμίδα μιας ιεραρχικής ή βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον· (πρβ. ισόβαθμος): Iσοβάθμιοι υπάλληλοι.
[λόγ. ισο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du même grade]