Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισλανδικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισλανδικός -ή -ό [islanδikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Iσλανδία ή στους Iσλανδούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Iσλανδική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. Iσλανδικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η ισλανδική, τα ισλανδικά, η ισλανδική γλώσσα. ισλανδικά ΕΠIΡΡ σε ισλανδική γλώσσα: Kείμενα γραμμένα ~.

[λόγ. Iσλανδ(ία) -ικός < γαλλ. Island(e) (ορθογρ. δαν., από τα ισλανδικά) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες