Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισθμός ο [isθmós] Ο17 : 1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο ξηρές. ANT πορθμός: Επειδή οι ισθμοί εμποδίζουν την άμεση και γρήγορη επικοινωνία από τη θάλασσα, ο άνθρωπος αναγκάζεται να ανοίγει διώρυγες. || (ειδ.): Ο Iσθμός της Kορίνθου (παρόλο που από το 1880 έχει ανοιχτεί διώρυγα). 2. (μτφ., ανατ.) για ό,τι μοιάζει με ισθμό: Ο ~ του φάρυγγα / της πυέλου.
[λόγ. < αρχ. ἰσθμός]