Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισαπόστολος ο [isapóstolos] Ο19 : (εκκλ.) που θεωρείται και τιμάται ως ίσος προς τους αποστόλους του χριστιανισμού, επειδή είχε ένα ανάλογο και εξίσου σημαντικό έργο (όπως π.χ. ο Mέγας Kωνσταντίνος).
[λόγ. < ελνστ. ἰσαπόστολος]