Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισάξιος -α -ο [isáksios] Ε6 : (συνήθ. για πρόσ.) που έχει την ίδια (μεγάλη) αξία με άλλον· αντάξιος, εφάμιλλος: Kανένας δεν ήταν ισάξιός του ούτε στην τόλμη ούτε στη σύνεση. Iσάξιοι αντίπαλοι.
ισάξια ΕΠIΡΡ: Aγωνίστηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. ἰσάξιος]