Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιρλανδικός -ή -ό [irlanδikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Iρλανδία ή στους Iρλανδούς· ιρλανδέζικος: Ο Iρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός. H ιρλανδική εθνότητα.
[λόγ. Iρλανδ(ία) -ικός < γαλλ. Irlande (ορθογρ. δαν.) < αγγλ. Ireland]