Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιρλανδέζικος -η -ο [irlanδézikos] Ε5 : (προφ.) ιρλανδικός: Iρλανδέζικο ουίσκι. ~ καφές, είδος καφέ στον οποίο προστίθεται ουίσκι.
[Iρλανδ(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]