Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιρλανδέζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιρλανδέζικος -η -ο [irlanδézikos] Ε5 : (προφ.) ιρλανδικός: Iρλανδέζικο ουίσκι. ~ καφές, είδος καφέ στον οποίο προστίθεται ουίσκι.

[Iρλανδ(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες