Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιριδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιριδισμός ο [iriδizmós] Ο17 : η εμφάνιση των χρωμάτων της ίριδας στην επιφάνεια ορισμένων σωμάτων (σταγόνων νερού, λεπτού στρώματος λαδιού κτλ.) πάνω στα οποία πέφτει ένα φως: Οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς έλαμπαν με ελαφρούς ιριδισμούς.

[λόγ. ιριδισ- (ιριδίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. irisation < αρχ. rρις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες