Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιρασιοναλισμός ο [irasionalizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία οι δυνατότητες της λογικής είναι περιορισμένες. ANT ρασιοναλισμός.
[λόγ. < γαλλ. irrationalisme (-isme = -ισμός)]