Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιρίδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιρίδιο το [iríδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο.

[λόγ. < νλατ. iridium < λατ. irid- < αρχ. ἰριδ- (rρις δες στο ίριδα) -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες