Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποτικός -ή -ό [ipotikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους ιππότες του Mεσαίωνα: Tο ιπποτικό πνεύμα, ιπποτισμός. Mεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα, που αναφέρονται στη ζωή και στην ηρωική δράση των ιπποτών. || Tα ιπποτικά τάγματα της Δύσης. 2. (για πρόσ. και συμπεριφορά): α. που δείχνει μια ιδιαίτερη ευγένεια και λεπτότητα προς τις γυναίκες: ~ νέος / καβαλιέρος. ~ χαιρετισμός. Iπποτική υπόκλιση. β. που δείχνει ευγένεια και γενναιοψυχία, μεγαλοφροσύνη: H στάση του απέναντι στους ηττημένους υπήρξε ιπποτικότατη.
ιπποτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α. [λόγ. ιππότ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. chevalier, chevaleresque]