Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποκόμος ο [ipokómos] Ο18 : υπηρέτης, στρατιώτης, υπάλληλος κτλ. που φροντίζει για την καθαριότητα και την υγεία αλόγων: Εργάζεται ως ~ στον ιππόδρομο. Οι ιπποκόμοι του βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. ἱπποκόμος]