Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιππέας ο [ipéas] Ο21 : στρατιώτης που ιππεύει άλογο· έφιππος στρατιώτης· (πρβ. καβαλάρης, αναβάτης): Εξεστράτευσε με χίλιους ιππείς και δέκα χιλιάδες πεζούς.
[λόγ. < αρχ. ἱππεύς, αιτ. -έα]