Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππέας ο [ipéas] Ο21 : στρατιώτης που ιππεύει άλογο· έφιππος στρατιώτης· (πρβ. καβαλάρης, αναβάτης): Εξεστράτευσε με χίλιους ιππείς και δέκα χιλιάδες πεζούς.

[λόγ. < αρχ. ἱππεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες