Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππάριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππάριο το [ipário] Ο40 : (παλαιοντ.) ονομασία θηλαστικού που έμοιαζε με άλογο και σήμερα έχει εκλείψει.

[λόγ. < νλατ. hipparion (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἱππάριον `αλογάκι΄, αρχ. σημ.: `παλιάλογο΄(υποκορ. του ἵππος)]

[Λεξικό Κριαρά]
ιππάριο(ν) το· ιππάρι(ν).
  • Μικρό άλογο·
    • (γενικ.) άλογο:
      • ιππάρια αφυρωμένα (Διγ. Esc. 1234).

[αρχ. ουσ. ιππάριον. Τ. αππάριον στο Meursius και αππάριν σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες