Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιούδας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Iούδας ο [iúδas] Ο2 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που προδίδει ένα φίλο, ευεργέτη του κτλ., όπως ο Iούδας ο Iσκαριώτης, που πρόδωσε το Xριστό. ΦΡ το φιλί* του Iούδα.

[λόγ. < ελνστ. Ἰούδας < εβρ. Judah]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιούδας ο [iúδas] Ο2 : μικρό άνοιγμα στην πόρτα κελιού φυλακής από το οποίο οι φύλακες έχουν τη δυνατότητα να εποπτεύουν τους φυλακισμένους.

[λόγ. < Iούδας (μτφ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες