Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιουδαϊκός, επίθ.
-
- Εβραϊκός:
- (Διήγ. Αλ. V 64).
[μτγν. επίθ. ιουδαϊκός. Η λ. και σήμ.]
- Εβραϊκός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιουδαϊκός -ή -ό [iuδaikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος των Iουδαίων, στους Εβραίους της αρχαίας Παλαιστίνης· (πρβ. εβραϊκός): Ο ~ νόμος, μωσαϊκός νόμος. Tο ιουδαϊκό ημερολόγιο. ~ σταυρός, εξάλφα. Iουδαϊκή θρησκεία / φιλολογία / ιστορία, εβραϊκή. Iουδαϊκό έθνος, ισραηλητικό.
[λόγ. < ελνστ. ἰουδαϊκός]