Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιξός ο [iksós] & οξός ο [oksós] Ο17 : α. παράσιτο του έλατου και μερικών άλλων δέντρων· μελιάς. β. η κολλώδης ουσία που περιβάλλει τον καρπό του ιξού.
[αρχ. ἰξός· μσν. οξός < ιξός με υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιξός ο· οξός.
-
- 1) Ουσία κολλητική του φυτού ιξός:
- η μέθη είναι σαν οξός, οπού κολνά και σέρνει (Ιστ. Βλαχ. 2091).
- 2) Παγίδα, δόλωμα, «ξόβεργα»:
- εγλυτώσαμεν … σαν το πουλί από οξόν (αυτ. 212).
[αρχ. ουσ. ιξός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ουσία κολλητική του φυτού ιξός: