Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινώδης -ης -ες [inóδis] Ε11 : που έχει πολλές ίνες, που αποτελείται ή χαρακτηρίζεται από πολλές ίνες: α. Tο ινώδες περίβλημα ενός καρπού. β. (ανατ., ιατρ.): Ο ~ χιτώνας του καρπού. Iνώδεις ιστοί. ~ ουσία. Iνώδη κύτταρα. || (ως ουσ.) το ινώδες, η ουσία στην οποία μετατρέπεται το ινωδογόνο κατά την πήξη του αίματος.
[λόγ. < αρχ. ἰνώδης]