Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινωδογόνο το [inoδoγóno] Ο39 : (ιατρ.) ουσία που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος και αποτελεί παράγοντα πήξης του.
[λόγ. ινώδ(ης) -ο- + -γόνον, ουδ. του -γόνος, σφαλερά αντί π.χ. “ινογόνο”, μτφρδ. γερμ. Fibrogen (-gen = -γόνος)]