Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιντερέσο το· ιντερέσσε.
-
- Tόκος:
- να φύγου το ιντερέσσε και άλλα ντάννα (Βαρούχ. 267).
[<ιταλ. interesse. Η λ. στο Somav. (‑σσο) και σήμ. λαϊκ., καθώς και τ. νιτερέσο]
- Tόκος: