Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινστιτούτο το [institúto] Ο39 : α. ονομασία που δίνεται σε ορισμένους οργανισμούς οι οποίοι ασχολούνται με την προαγωγή επιστημονικού, καλλιτεχνικού ή τεχνικού κλάδου· (πρβ. ίδρυμα, κέντρο): Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών. Iνστιτούτο Γεωλογικών και Mεταλλευτικών Ερευνών. Γαλλικό Iνστιτούτο. || το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ένα ινστιτούτο. β. ονομασία, τίτλος που δίνεται για εμπορικούς και διαφημιστικούς σκοπούς σε ιδιωτικές οικονομικές επιχειρήσεις.
[λόγ. < νλατ. institut(um) -ον < λατ. institutum `σχέδιο, ταχτοποίηση, καθορισμός΄ ή ιταλ. istituto (στη νέα σημ.) < λατ. institutum με επαναφορά του [n] από τη λατ. μορφή για να δείχνει η λ. περισσότερο λόγια (διαφ. το μσν. τα ινστιτούτα `εισαγωγές των νόμων΄)]