Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ινδικός, επίθ.
-
- α) Που ανήκει στην Ινδία:
- (Βίος Αλ. 4811)·
- β) που προέρχεται από την Ινδία:
- (Καλλίμ. 354).
- Ως εθν. = Ινδός:
- ήλθασι οκ τους Ινδικούς ομπρός μου να σταθούσι (Αλεξ. 2095).
- Το θηλ. ως τοπων.:
- (Αλεξ. 2031).
[αρχ. επίθ. ινδικός. Η λ. και σήμ.]
- α) Που ανήκει στην Ινδία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδικός -ή -ό [inδikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Iνδούς ή στην Iνδία, που προέρχεται από αυτήν: Iνδική γλώσσα / τέχνη. Iνδικά προϊόντα / υφάσματα. || (σε γεωγρ. όρους): H Iνδική Xερσόνησος. Ο Iνδικός Ωκεανός. 2. (σε ειδ. όρους) ινδική κάνναβη*. ινδικό χοιρίδιο, μικρό τρωκτικό με λεπτό τρίχωμα, λευκό με κόκκινες και μαύρες κηλίδες, που χρησιμοποιείται ως πειραματόζωμο. || Iνδική καρύδα, ο καρπός του κοκοφοίνικα. 3. (ως ουσ.) α. το ινδικό, είδος φυτικής χρωστικής ουσίας· λουλάκι. β. τα ινδικά, η ινδική, η ινδική γλώσσα.
[λόγ. < αρχ. ἰνδικός]