Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιμπεριαλιστικός -ή -ό [imberialistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό, που έχει την τάση του ιμπεριαλισμού· (πρβ. κατακτητικός, επεκτατικός): Iμπεριαλιστική πολιτική. ~ πόλεμος / στρατός. Iμπεριαλιστικές χώρες / κυβερνήσεις. Iμπεριαλιστικά κράτη / σχέδια.
[λόγ. < αγγλ. imperialistic (-ic = -ικός)]