Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιματιοφυλάκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιματιοφυλάκιο το [imatiofilákio] Ο40 : (λόγ.) ειδικός χώρος (στην είσοδο αίθουσας συγκεντρώσεων, θεάτρου κτλ.) όπου παραδίδει κανείς το παλτό, το καπέλο του, την ομπρέλα κτλ. για προσωρινή φύλαξη· (πρβ. γκαρνταρόμπα, βεστιάριο).

[λόγ. < ελνστ. ἱματιοφυλάκιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες