Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιματιοφυλάκιο το [imatiofilákio] Ο40 : (λόγ.) ειδικός χώρος (στην είσοδο αίθουσας συγκεντρώσεων, θεάτρου κτλ.) όπου παραδίδει κανείς το παλτό, το καπέλο του, την ομπρέλα κτλ. για προσωρινή φύλαξη· (πρβ. γκαρνταρόμπα, βεστιάριο).
[λόγ. < ελνστ. ἱματιοφυλάκιον]