Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιματιοθήκη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιματιοθήκη η [imatioθíki] Ο30 : (λόγ.) χώρος ειδικός για τη φύλαξη ενδυμάτων και ρουχισμού (σε θέατρο, ξενοδοχείο κτλ.)· (πρβ. ιματιοφυλάκιο).

[λόγ. < ελνστ. ἱματιοθήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες