Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιμάντας ο [imándas] Ο2 : 1. μακριά ταινία, από δέρμα ή άλλο υλικό, για ποικίλες χρήσεις· λουρί: Ο ~ του όπλου, αορτήρας. 2. (τεχν.) μακριά ταινία, από δέρμα ή άλλο υλικό, συνδεδεμένη στα άκρα της, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιστροφικής κίνησης: Ο ~ μιας τροχαλίας. H κίνηση μεταφέρεται από τον περιστρεφόμενο άξονα στους τροχούς με ιμάντες. Tραπεζοειδής ~, με τραπεζοειδή διατομή.
[λόγ. < αρχ. ἱμάς, αιτ. -άντα]