Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιλιγγιώδης -ης -ες [ilingióδis] Ε11 : που είναι τόσο πολύ μεγάλος, ώστε να προκαλεί ίλιγγο, ζάλη ή κατάπληξη: ~ ταχύτητα. Iλιγγιώδη ποσά, καταπληκτικά, τεράστια. H τιμή του χρυσού έφτασε σε ιλιγγιώδη ύψη.
ιλιγγιωδώς ΕΠIΡΡ με ιλιγγιώδη ταχύτητα. [λόγ. < ελνστ. ἰλιγγιώδης· λόγ. ιλιγγιώδ(ης) -ώς]