Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικρίωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ικρίωμα το [ikríoma] Ο49 : 1. πρόχειρη εξέδρα από σανίδες, όπου γινόταν η θανατική εκτέλεση καταδίκου (με αποκεφαλισμό, κρεμάλα κτλ.): Πολλοί ευγενείς, και ανάμεσά τους η Mαρία Aντουανέτα, οδηγήθηκαν στο ~, εκτελέστηκαν με λαιμητόμο. 2. (λόγ.) σκαλωσιά (για οικοδομικές εργασίες κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἰκρίωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες