Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ικετεύω [iketévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ζητώ από κπ. να συγκινηθεί, να με λυπηθεί κτλ. και να μου κάνει κάποια χάρη, να μου προσφέρει προστασία, βοήθεια κτλ.· παρακαλώ θερμά, θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ: Mε δάκρυα στα μάτια τους ικέτευε να τον αφήσουν ελεύθερο. Συγχωρέστε με· σας ~. Σας ~ να με βοηθήσετε.
[λόγ. < αρχ. ἱκετεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ικετεύω.
-
- α) Ικετεύω, προσεύχομαι (στο Θεό):
- παπάς … να ικετεύσει τον Θεόν (Κορων., Μπούας 56)·
- β) παρακαλώ, ικετεύω:
- (Διγ. Z 892).
[αρχ. ικετεύω. Η λ. και σήμ.]
- α) Ικετεύω, προσεύχομαι (στο Θεό):