Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ικετευτικός -ή -ό [iketeftikós] Ε1 : που εκφράζει ικεσία, θερμή παράκληση· παρακλητικός: Iκετευτικό βλέμμα / ύφος.
ικετευτικά ΕΠIΡΡ [λόγ. < ελνστ. ἱκετευτικός]