Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ικανός, επίθ.
-
- 1) Κατάλληλος, άξιος· ικανός:
- (Έκθ. χρον. 2624).
- 2) Αρκετός, ικανοποιητικός:
- (Ερμον. Ζ 54).
- 3) (Προκ. για το Θεό) παντοδύναμος:
- (Πεντ. Γέν. XLVIII 3).
- 4)
- α) (Προκ. για χρόνο) αρκετός, μακρός, πολύς:
- (Ιστ. πατρ. 1539)·
- έκφρ. μεθ’ ικανόν = μετά από αρκετό καιρό, ύστερα από πολύ καιρό:
- (Byz. Kleinchron. Α´ 1819)·
- β) (προκ. για αριθμό, ποσότητα, έκταση) επαρκής, αρκετός, πολύς:
- (Ασσίζ. 578), (Ιερακοσ. 34030‑1), (Δούκ. 29117).
- α) (Προκ. για χρόνο) αρκετός, μακρός, πολύς:
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Κατάλληλη, αρκετή ποσότητα ενός πράγματος:
- μέλιτος το ικανόν (Ιερακοσ. 39032).
- 2) Φρ. το ικανόν ποιώ = παρέχω ικανοποίηση, ικανοποιώ μια παράκληση, επιθυμία, κλπ.:
- (Ριμ. Βελ. ρ 679).
- 1) Κατάλληλη, αρκετή ποσότητα ενός πράγματος:
[αρχ. επίθ. ικανός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατάλληλος, άξιος· ικανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ικανός -ή -ό [ikanós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που μπορεί να κάνει κτ., να πετύχει ένα αποτέλεσμα ή στόχο, επειδή έχει κάποια δύναμη, προσόν κτλ. ANT ανίκανος. α. Είμαι ~ να
, μπορώ: Δε νομίζω ότι είστε ικανοί να αντιμετωπίσετε μόνοι σας τέτοιες δυσκολίες. Είναι ~ να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Έχω / θεωρώ κπ. ικανό να
|| H υγειονομική επιτροπή τον έκρινε ικανό για εργασία. || (ειδ. στρατ.) ικανός να στρατευτεί, υγιής και αρτιμελής· (πρβ. στρατεύσιμος). β. για κπ. που μπορεί να κάνει κτ. το οποίο ξεπερνά τα όρια του κανονικού ή συνηθισμένου· άξιος: Ήταν ικανή να πει τα μεγαλύτερα ψέματα, χωρίς ντροπή. || (ειρ.): Είναι ~ να πιστέψει οποιονδήποτε. (έκφρ.) ~ για όλα, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ενεργεί χωρίς δισταγμούς ή ηθικούς ενδοιασμούς· (πρβ. παράτολμος, αδίστακτος). γ. που μπορεί να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις απαιτήσεις μιας ιδιότητάς του· άξιος: ~ δικηγόρος / τεχνίτης. Bράβευσαν τους ικανότερους μαθητές. ~ πολιτικός / διπλωμάτης. || γενικά για κπ. που μπορεί να πετυχαίνει σκοπούς: ~ άνθρωπος. 2α. (για συνθήκες, προϋποθέσεις) επαρκής: Iκανή συνθήκη, αυτή που, εφόσον υπάρχει και η αναγκαία (προς την οποία και αντιδιαστέλλεται), προκαλεί οπωσδήποτε κτ.: Aναγκαίες και ικανές συνθήκες. β. αρκετά ισχυρός, ώστε να έχει ένα ορισμένο αποτέλεσμα: Επιχειρήματα ικανά να πείσουν και τον πιο δύσπιστο. Mια πολιτική συμμαχία ικανή να διεκδικήσει την εξουσία. γ. (για μεγέθη) αρκετά πολύς, μεγάλος, ώστε να γίνει κτ.: ~ αριθμός / χρόνος. Aύξηση της αμοιβής εργασίας σε ποσοστό ικανό να αντισταθμίσει την άνοδο του τιμάριθμου.
[λόγ. < αρχ. ἱκανός]