Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιζηματογενής -ής -ές [izimatojenís] Ε10 : (γεωλ.) που σχηματίζεται από ιζήματα: Iζηματογενές απόθεμα / έδαφος. Iζηματογενή πετρώματα, ιζήματα.
[λόγ. ιζηματ- (ίζημα) -ο- + -γενής]